- απόκοντα
- επίρρ. τροπ., από κοντά: Τον πήρε απόκοντα και τον είδε πού πήγε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόκοντα — κ. αποκοντά επίρρ. 1. (για στάση) κοντά, πλησίον 2. (για κίνηση) κατά πόδας («τον πήρε απόκοντα τον παρακολούθησε επίμονα) … Dictionary of Greek
αντικόβω — κ. κόφτω κ. σκόφτω (Α ἀντικόπτω, Μ ἀντικόφτω, σκόφτω) 1. διακόπτω κάποιον που μιλά, τον σταματώ για να μιλήσω εγώ 2. δημιουργώ προσκόμματα, εμποδίζω μσν. νεοελλ. διακόπτω αρχ. 1. αντικρούω, απωθώ, αντιστέκομαι 2. προβάλλω αντιρρήσεις 3. πνέω… … Dictionary of Greek